Ρωμαϊκό Δίκαιο, ο Ιουστινιάνειος Κώδικας(527-565), η Χριστιανική Θρησκεια και η Επιρροή των Νόμων στους Ελληνες
Ο Κώδικας του Ιουστινιανού (Λατινικά Codex Justinianus) αποτελεί μια σημαντική συλλογή νόμων που καταρτίσθηκε υπό την αιγίδα του Ιουστινιανού A’, αυτοκράτορα του Βυζαντίου. Παρά το γεγονός ότι περιλαμβάνονταν νόμοι που θεσπίστηκαν κατά την διάρκεια της βασιλείας του Ιουστινιανού, ο Κώδικας δεν ήταν ένας εντελώς νέος νομικός κώδικας, αλλά αποτελείτο από ομαδοποίηση των υφιστάμενων νόμων, τμήματα γνωμοδοτήσεων μεγάλων Ρωμαίων νομικών εμπειρογνωμόνων και το γενικότερο περίγραμμα.
Όταν ο Ιουστινιανός χρίσθηκε αυτοκράτορας το 527, αποφάσισε ότι το νομικό σύστημα της αυτοκρατορίας χρειάζεται αναθεώρηση. Μέχρι τότε υπήρχαν τρεις κώδικες αυτοκρατορικών νόμων, καθώς και επιμέρους νόμοι, πολλοί των οποίων ήσαν αντικρουόμενοι ή ξεπερασμένοι. Συγκεκριμένα ο Γρηγοριανός Κώδικας (Codex Gregorianus) και ο Ερμογενειανός Κώδικας (Codex Hermogenianua) ήσαν ανεπίσημες συλλογές νόμων (ο όρος «Codex» αφορά στην φυσική πτυχή του έργου, όντας σε μορφή βιβλίου και όχι σε πάπυρο. Η αλλαγή έγινε περί το 300). Ο Θεοδοσιανός Κώδικας (Codex Theodosianus) ήταν η επίσημη νομοθεσία του Θεοδόσιου Β’.
Οι εργασίες άρχισαν το 527 αμέσως μετά την ενθρόνιση και μεγάλο τμήμα του έργου υλοποιήθηκε στα μέσα της δεκαετίας του 530, ενώ το υπόλοιπο ολοκληρώθηκε περί το 565, αφού έπρεπε σταδιακά να αναθεωρηθούν οι παλαιοί νόμοι προκειμένου να εναρμονισθούν με τους νέους.
Η σωζόμενη νομοθεσία (527-565) γνωστή ως Ιουστινιάνειος Κώδικας (Corpus Iuris Civilis) αποτελεί στην πραγματικότητα την δεύτερη έκδοση της κωδικοποίησης του Ιουστινιανού Α’, για την οποία εκδόθηκε διάταγμα το 528 και τέθηκε σε ισχύ το 529. Η νέα έκδοση υλοποιήθηκε το 534 και είναι έργο του κυαίστορα Τριβωνιανού (λατ. quaestor sacri palatii – αξιωματούχος με ευρείες δικαστικές και νομοθετικές αρμοδιότητες) με την συνδρομή επιφανών νομομαθών. Η δημοσίευση της πρώτης κωδικοποίησης του 528 συνοδεύτηκε από κατάργηση με νόμο κάθε προηγούμενης διάταξης η οποία δεν κρίθηκε αρκετά «σύγχρονη» ώστε να συμπεριληφθεί στον νέο Κώδικα, με εξαίρεση την διάταξη περί «Πραγματιστικών Κυρώσεων» (pragmaticae sanctio) που αφορούσε σε προνόμια.
Ο Κώδικας περιελάμβανε τέσσερα βιβλία: τον Συνταγματικό Κώδικα (Codex Constitutionum) τον Πανδέκτη ή Περίληψη (Pandectae /Digesta) τις Εισηγήσεις (Institutiones) και τις Νεαρές (Novellae Constitutiones Post Codicem).
Ο Συνταγματικός Κώδικας/Codex Constitutionum
Ο Συνταγματικός Κώδικας ήταν το πρώτο βιβλίο που εκδόθηκε. Στους πρώτους μήνες βασιλείας ο Ιουστινιανός, όρισε μια επιτροπή από δέκα νομικούς προκειμένου να επανεξετάσει όλες τις αναγκαίες νομοθετικές, δικαστικές αποφάσεις και διατάγματα που εκδόθηκαν από τους αυτοκράτορες. Σκοπός ήταν να εξομαλυνθούν αντιφάσεις, να καταργηθεί η παρωχημένη νομοθεσία και να προσαρμοστούν οι απαρχαιωμένοι νόμοι στις σύγχρονες συνθήκες. Το 529, το έργο τους δημοσιεύτηκε σε 10 τόμους και κοινοποιήθηκε σε όλη την αυτοκρατορία. Όσοι αυτοκρατορικοί νόμοι δεν περιλαμβάνονταν στον Κώδικα καταργήθηκαν.
Το 534 εκδόθηκε αναθεωρημένος κώδικας με την ονομασία Προεκλογική Ανάκληση (Repetitae Praelectionis) που ενσωμάτωσε την αναθεωρημένη νομοθεσία που είχε εκδώσει ο Ιουστινιανός στα πρώτα επτά χρόνια της βασιλείας του και αποτελείτο από 12 τόμους, όπου ο κάθε ένας περιείχε ταξινομημένες τις νομικές διατάξεις ανά θεματική συνάφεια και χρονολογική συνέχεια.
Ο Πανδέκτης/Pandectae
Η Περίληψη (Digesta) γνωστότερη ως Πανδέκτης, ξεκίνησε το 530 υπό την καθοδήγηση του Τριβωνιανού και επιτροπής δεκαέξι νομοθετών, οι οποίοι εξέτασαν τα γραπτά κάθε αναγνωρισμένου νομομαθούς της αυτοκρατορικής ιστορίας για το χρονικό διάστημα 100 π.Χ. έως 250 μ.Χ.. Από αυτά αφού ξεχώρισαν όσα είχαν νομική ισχύ, επέλεξαν ένα απόσπασμα (περιστασιακά δύο) ανά νομικό θέμα και κατόπιν τα συμπεριέλαβαν σε μια τεράστια συλλογή 50 τόμων, που χωριζόταν σε θεματικές ενότητες. Το πόνημα που προέκυψε δημοσιεύθηκε το 533 και οιαδήποτε δικαστική απόφαση που δεν περιλαμβανόταν στον Πανδέκτη δεν θεωρείτο δεσμευτική και δεν αποτελούσε μελλοντικά έγκυρη βάση για νομική παραπομπή.
Ο Πανδέκτης αποτελεί στην ουσία ανθολόγιο της νομικής φιλολογίας των ετών 100 π.Χ. και 250 μ.Χ. και τέθηκε σε ισχύ τον Δεκέμβριο του 533. Σε αυτό το έργο γνωμοδοτήσεις και σχόλια των νομομαθών της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας παρατίθενται επεξεργασμένα αλλά με αναγραφή του συγγραφέα και του έργου από το οποίο προέρχονται, σε πενήντα βιβλία που χωρίζονται σε επιμέρους τίτλους και αποσπάσματα (digesta).
Οι Εισηγήσεις/Institutiones
Όταν ο Τριβωνιανός και η επιτροπή ολοκλήρωσαν τον Πανδέκτη, έστρεψαν την προσοχή τους στις Εισηγήσεις (Institutiones) οι οποίες βασίσθηκαν σε προηγούμενα κείμενα, συμπεριλαμβανομένων και ορισμένων από τον μεγάλο Ρωμαίο νομοθέτη Γάϊο (130 π.Χ. – 180 π.Χ.) και παρείχαν ένα γενικό περίγραμμα των νομικών θεσμών. Αποτελούνταν από τέσσερα βιβλία και ήσαν διδακτικό βοήθημα για τους φοιτητές του δικαίου. Όλα τα μέρη της κωδικοποίησης είναι γραμμένα στη Λατινική γλώσσα, με εξαίρεση ορισμένες διατάξεις του που χρονολογούνται στην εποχή του Ιουστινιανού.
Χειρόγραφο κείμενο του Κώδικα Ιουστινιανού. Αντίτυπο του 1300 στη νότια Γαλλία, ενδεχομένως στην Αβινιόν. Η σελίδα εμφανίζει το τμήμα VII: 6: 4 έως VII: 7: 1β του πλήρους κειμένου σχετικά με την «κατάργηση της Λατινικής και την ενσωμάτωσή της στην Ρωμαϊκή ιθαγένεια».
Οι Νεαραί/Novellae Constitutiones Post Codicem
Μετά την έκδοση του αναθεωρημένου Κώδικα, εκδόθηκε το 534 το τελευταίο έργο, το Novellae Constitutiones Post Codicem, γνωστό ως Νεαρές το οποίο ήταν μια συλλογή των πρόσφατων νόμων που είχε εκδώσει ο αυτοκράτορας και αναθεωρείτο σε τακτική βάση μέχρι τον θάνατο του Ιουστινιανού.
Αν και δεν έχει διασωθεί επίσημο αντίγραφο, η Συλλογή των 168 Νεαρών, μία ιδιωτική συλλογή, συγκεντρώνει τους νόμους που εξέδωσε ο Ιουστινιανός Α’ κατά την διάρκεια της βασιλείας του, οι οποίοι αφορούν στην διοίκηση, κεντρική και περιφερειακή και τον τρόπο λειτουργίας της (αρμοδιότητες – εξουσίες αξιωματούχων – απονομή δικαιοσύνης – δικαστήρια – δικαιοπραξίες – οικονομία – διοικητικές μεταρρυθμίσεις) το ιδιωτικό δίκαιο (ατόμων – οικογενειακό και κληρονομικό δίκαιο) και την Εκκλησία.
Με εξαίρεση τις Νεαρές, οι οποίες ήσαν σχεδόν εξ’ ολοκλήρου γραμμένες στα Ελληνικά, ο Κώδικας του Ιουστινιανού δημοσιεύθηκε στα Λατινικά. Οι Νεαρές περιείχαν επίσης μεταφράσεις στη Λατινική γλώσσα για τις δυτικές επαρχίες της αυτοκρατορίας.
Νόμος και Αυτοκράτωρ
Η σχέση του βυζαντινού αυτοκράτορα με το νόμο, κατά την οποία θα πρέπει να λάβουμε υπ’ όψιν μας ότι εν τη γενέσει του το ρωμαϊκό αυτοκρατορικό πολίτευμα είναι προϊόν μιας αντίφασης καθώς, οι Ρωμαίοι εμπιστεύθηκαν τα δημόσια πράγματα (res publica) στις πνευματικές και ηθικές αρετές και συνεπώς τις επιλογές ενός απόλυτου μονάρχη προικισμένου με τη θεία χάρη. Τούτη η ασιατική κατά βάσιν αντίληψη του «θείου ανδρός» σωτήρος είναι παρούσα και στη φυσική συνέχεια –αν και ελαφρά τροποποιημένη- της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, στη βυζαντινή κοινωνία. Μια ματιά στο έπος της Ηρακλειάδας του Γεώργιου Πισίδη, στην οποία ο Ηράκλειος χαρακτηρίζεται ως ισόθεος, αρκεί για να δείξει πως ο αυτοκράτωρ των βυζαντινών χρόνων περιβάλλεται την αίγλη της θείας χάριτος και του σωτήρος, γεγονός που τον οριοθετεί ως μοναδικό και απόλυτο νομοθέτη του βυζαντινού κράτους, αιτιολογώντας παράλληλα την έλλειψη διακριτής δικαστικής εξουσίας σε μια κοινωνία αρχόντων και αρχομένων.
Διοικητικά Πλαίσια
Ο αυτοκράτορας, λοιπόν, στο Βυζάντιο βρισκόταν στην κορυφή ως υπέρτατος δικαστής και η δικαιοσύνη απονέμετο είτε από τον ίδιο προσωπικά, είτε δια μέσου κρατικών λειτουργών που αντιπροσώπευαν την ανώτατη εξουσία και είχαν δικαστικές αρμοδιότητες, όπως ο έπαρχος της πόλεως, ο πραίτωρ των δήμων ή ο κοιαίστωρ. Όμως οι κρατικοί λειτουργοί δε γνώριζαν με ακρίβεια τους νόμους, χρησιμοποιούσαν ως βοηθούς για την έκδοση των αποφάσεων νομομαθείς. Η συμμετοχή του αυτοκράτορα και η εποπτεία του στη δεύτερη περίπτωση απονομής δικαιοσύνης εξασφαλιζόταν είτε μέσω του κονσιστώριου, ένα είδος εφετείου για όλα τα δικαστήρια της αυτοκρατορικής επικράτειας ή μέσω απαντήσεων σε αιτήσεις δικαστών και ιδιωτών.
Μετά τη διοικητική μεταρρύθμιση του 6ου και 7ου αι. τη δημόσια δικαιοσύνη απένεμαν οι επαρχιακοί διοικητές (έξαρχοι), στους οποίους οφειλόταν εν μέρει και η φθορά του δικαστικού μηχανισμού εξαιτίας του συχνού χρηματισμού των κρατικών λειτουργών.Η ουσιαστική αναδιοργάνωση του δικαστικού συστήματος έγινε από τον Βασίλειο Α΄, τον Λέοντα ΣΤ΄ και τον γιο του. Με τη χορήγηση μισθών, τις υποχρεωτικές σπουδές δικαίου και τον όρκο να υπηρετούν την αλήθεια, οι δικαστές απέκτησαν σημαντική ανεξαρτησία από τους εκάστοτε τοπικούς άρχοντες. Βοηθητικό ρόλο στη δικαιοσύνη είχαν οι συνήγοροι και οι νοτάριοι ή ταβουλάριοι, οργανωμένοι σε συντεχνίες.
Η αταξία στη διαχείριση της δικαιοσύνης στις επαρχίες, οι περίπλοκες διαδικασίες, η απελευθέρωση του επαγγέλματος του δικηγόρου και οι παρεμβάσεις των εκκλησιαστικών δικαστηρίων οδήγησαν για άλλη μια φορά την αστική δικαιοσύνη σε παρακμή και συνεπώς σε προσπάθεια αναδιοργάνωσης. Επί βασιλείας Ανδρόνικου Β΄ διορίστηκε δωδεκαμελές δικαστήριο κριτών που έπαιρνε ομόφωνα τις αποφάσεις του και τα διατάγματά του εκτελούνταν αμέσως, ακόμη και από τον ίδιο τον αυτοκράτορα. Γρήγορα το δωδεκαμελές δικαστήριο διαλύθηκε εξαιτίας του εμφυλίου του Ανδρόνικου Β΄ με τον εγγονό του Ανδρόνικο Γ΄ και μετά τη νίκη του τελευταίου ιδρύθηκε νέο τετραμελές αποτελούμενο από δύο λαϊκούς και δύο κληρικούς νομομαθείς, γεγονός που προσέδωσε σημαντική δύναμη στην εκκλησία, όσον αφορούσε στην εκδίκαση αστικών υποθέσεων.
Παρόλο που έγιναν σημαντικές καταχρήσεις και οι ένοχοι εξορίστηκαν, αυτός ο θεσμός διατηρήθηκε ως το τέλος της αυτοκρατορίας με διάφορες προσαρμογές που στόχευαν στην κατά περίπτωση αντιμετώπιση πρακτικών αλλαγών. Επί της ουσίας βέβαια η διαχείριση και ο έλεγχος της δικαιοσύνης πέρασε οριστικά στα χέρια της εκκλησίας.
Ρωμαϊκό Δίκαιο και Χριστιανισμός
Ο Χριστιανισμός αναγνωρίστηκε ως επίσημη θρησκεία κατά τη βασιλεία του Θεοδοσίου, (380). Ήδη επί Αυτοκράτορος Κωνσταντίνου Α΄, όμως, πολιτικοί κυρίως λόγοι που σχετίζονταν με το ομόθρησκον της αυτοκρατορίας ώθησαν σε απεριόριστη σχεδόν εξέλιξη τον Χριστιανισμό. Η διαμόρφωση του Πιστεύω στη Σύνοδο της Νίκαιας (325), και οι πολύ καλές σχέσεις του Κωνσταντίνου με την νέα θρησκεία, προφανώς επηρέασαν και την διαμόρφωση της εξέλιξης του Δικαίου.
Ήδη από την εποχή του Κωνσταντίνου η εκκλησία απέκτησε το δικαίωμα να τιμωρεί με ποινές αστικού δικαίου τους αιρετικούς, αντιμετωπίζοντας το αδίκημα της αίρεσης ως έγκλημα. Πριν από το κλείσιμο του 4ου αιώνα τουλάχιστον δεκαεπτά έδικτα κατηύθυναν τους δικαστές να τιμωρούν τους αποστάτες του Χριστιανισμού. Οι ποινές περιελάμβαναν συνήθως δήμευση της περιουσίας και αποκλεισμό από δημόσιες θέσεις, ενώ οι κατηγορούμενοι απειλούνταν με διαπόμπευση και εξορία. Την ίδια πολιτική φυσικά ακολούθησε και ο Ιουστινιανός, ο οποίος μάλιστα έδωσε ισχύ νόμου στους κανόνες των τεσσάρων οικουμενικών συνόδων. Στην Κωνσταντινούπολη, για παράδειγμα, αρκετοί Μανιχαίοι μετά από ανάκριση θανατώθηκαν με τις μεθόδους της πυράς και του πνιγμού ενώπιον του αυτοκράτορα, κατόπιν εξαντλητικής ανάκρισης με τη δικαιολογία του σφετερισμού της αυτοκρατορικής εξουσίας.
Κατά τη διάρκεια του 4ου αιώνα οι αξιώσεις της χριστιανικής ιεραρχίας στην κοσμική δύναμη αυξήθηκαν πολύ και η πρωτόγονη απλότητα της συμπεριφοράς των Χριστιανών χάθηκε ανεπίστρεπτα.. Χάρη στις δωρεές η εκκλησία απέκτησε τεράστια περιουσία και ο κλήρος εισέβαλε στις λόγιες τάξεις, αναλαμβάνοντας υψηλές θέσεις στην αυτοκρατορική αυλή. Η χριστιανική αγαθοεργία όχι μόνον αναγνωρίστηκε ως καθήκον, αλλά έγινε και συρμός, ένα πάθος των ανώτερων τάξεων που κατασπαταλούσαν τον πλούτο σε δωρεές στην εκκλησία. Οι magistrates των πόλεων συνεργάζονταν εν γένει αρμονικά με τους επίσκοπους, που έγιναν σταδιακά υπολογίσιμοι λειτουργοί της municipia.
Η εκκλησία υποστήριζε επίσης την πολιτική δύναμη εκείνων που θεωρούσε φίλους της και επεδίωξε τη συμμετοχή της στο διοικητικό σύστημα. Τούτο είχε ως αποτέλεσμα τη συμπερίληψη του κλήρου στη διαδικασία απονομής δικαιοσύνης και τη σταδιακή εξύψωση της πολιτικής του δύναμης. Η καταγραφή της Εισαγωγής στα τέλη του 9ου αιώνα ως αποτέλεσμα της νομοθετικής δραστηριότητας της μακεδονικής δυναστείας καθορίζει τα καθήκοντα και δικαιώματα του αυτοκράτορα και του πατριάρχη, θεωρώντας τους ισοδύναμους φορείς στο ύψιστο ιεραρχικά επίπεδο του πολιτικού οικοδομήματος. Αν και η συγκεκριμένη διάταξη απαλείφθηκε σύντομα από τον Λέοντα ΣΤ΄ στην αναθεώρηση του συγκεκριμένου έργου, εντούτοις δείχνει σε ποιο βαθμό μπορούσε να επηρεάσει η εκκλησία τα πολιτικά πράγματα -οι νομοθετικοί νεωτερισμοί οφείλονται μάλλον στον πατριάρχη Φώτιο, σύμφωνα με τον Hunger. Επί της ουσίας οι επίσκοποι μετά τον 6ο αιώνα κρίνουν υποθέσεις αστικού και ποινικού δικαίου, στις οποίες ενέχονται κληρικοί -και λαϊκοί αργότερα- ενώ παρεμβαίνουν στην πορεία της πολιτικής δικαιοσύνης μέσω του θεσμού του ασύλου. Αναμφίβολα η χριστιανική ιδεολογία –θεολογικά, φιλοσοφικά ή κοσμικά θεωρούμενη- επηρέασε σε σημαντικό βαθμό το ρωμαϊκό δίκαιο κατά τη βυζαντινή περίοδο.
Οι Νόμοι των Βυζαντινών για τους Έλληνες.
Μερικοί από του κώδικες
Αυτοκράτορες: Θεοδόσιος και Βαλεντινιανός προς Ισίδορον Έπαρχο του Πραιτωρίου.14/ Νοέμβριου 435
«Διατάσουμε, όλα τα ιερά και οι ναοί (των Ελλήνων) όσα βρίσκονται ακόμα άθικτα, να καταστραφούν με διαταγή των τοπικών αρχών και να εξαγνιστούν με την ύψωση του σημείου της σεβαστής χριστιανικής θρησκείας... αν με επαρκείς αποδείξεις ενώπιον ικανού δικαστή, εμφανιστεί κάποιος που έχει παραβλέψει αυτό τον νόμο, θα τιμωρηθεί με την ποινή του θανάτου»
"Τέτοιου είδους πράξεις(ειδωλολατρίας) αν εξακολουθούν να συμβαίνουν(η καταγγελία)
ακόμα και σε κάποιο λιβάδι ή σπίτι, το λιβάδι ή το σπίτι αυτό θα προσαρτηθεί ταμείο των ιερωτάτων ανδρών(δηλαδή των Ιερέων της Χριστιανικής Εκκλησίας) ενώ ο ιδιοκτήτης τους,που έδωσε τη συγκατάθεσή του να μιανθεί ο τόπος, θα αποπεμφθεί από το(οποιοδήποτε) αξίωμά του,θα χάσει την περιουσία του και αφού υποστεί βασανισμό με μεταλλικά όργανα,θα οδηγηθεί σε διαρκή εξορία¨
(Ιουστινιάνειος Κώδικας 1.11.8,αυτοκράτορες Λέων και Ανθέμιος προς Διόσκουρον,Έπαρχο του πραιτωρίου.Παρεδόθη το 472 μ.Χ.)
"Να κλείσουν όλοι οι ναοί σε όλες τις πόλεις και σε όλους τους τόπους της οικουμένης. Αν κάποιος με οποιαδήποτε δύναμη παραβεί(αυτόν τον νόμο)θα τιμωρηθεί με αποκεφαλισμό."
(Ιουστινιάνειος Κώδικας 1.11: αυτοκράτωρ Κωνστάντιος Α' προς Ταύρο.Έπαρχον του Πραιτωρίου,Δεκέμβριος 534 μ.Χ.)
"Διατάσσουμε τους άρχοντές μας,αλλά και όσους διδάσκονται από τους θεοφιλέστατους επισκόπους,να αναζητούν σύμφωνα με το νόμο όλες τις περιπτώσεις ασέβειας υπέρ της Ελληνικής θρησκείας έτσι ώστε να μη συμβαίνουν, αλλά και αν συμβαίνουν να τιμωρούνται. Κανείς να μην έχει το δικαίωμα να κληροδοτεί με διαθήκη(περιουσίες) ή να χαρίζει με δωρεά οτιδήποτε σε πρόσωπα ή τόπους, που έχουν επισημανθεί ότι διαπράττουν την ασέβεια του Ελληνισμού. Όσα δίδονται ή κληροδοτούνται μ' αυτόν τον τρόπο θα αφαιρούνται. Με την παρούσα ευσεβή νομοθεσία να διατηρηθούν σε ισχύ όλες οι τιμωρίες, με τις οποίες οι προηγούμενοι βασιλείς είχαν απειλήσει να τιμωρήσουν την Ελληνική πλάνη, με τις οποίες προσπαθούσαν(οι προγενέστεροι χριστιανοί βασιλείς) να διασφαλίσουν την Ορθόδοξη πίστη.
(Ιουστινιάνειος Κώδικας 1.11.9 επίσης Β1,1,19 και Νομοκάνων 6,3. Ο συγκεκριμένος νόμος θεωρείται νομοθέτημα του Ιουστινιανού)
«Επειδή μερικοί συνελήφθησαν (αν και αξιώθηκαν το χριστιανικό βάπτισμα) διακατεχόμενοι από την πλάνη των ανόσιων μυσαρών Ελλήνων, να διαπράττουν εκείνα που δικαιολογημένα εξοργίζουν τον φιλάνθρωπο (βιβλικό) θεό (μας)... Αυτοί θα υποβληθούν στην αντίστοιχη τιμωρία και μάλιστα με πνεύμα επιείκειας... αν επιμείνουν στην πλάνη των Ελλήνων, θα υποβληθούν στην έσχατη των ποινών. Αν δεν έχουν αξιωθεί ακόμα το σεβαστό βάπτισμα, θα πρέπει να παρουσιαστούν στις ιερότατες εκκλησίες μας, μαζί με τις συζύγους και τα παιδία τους και μαζί με όλους του οίκου τους, για να διδαχθούν την αληθινή πίστη των χριστιανών. Αφού διδαχθούν και αποβάλουν την πλάνη που τους διακατείχε προηγουμένως, θα πρέπει να ζητήσουν το σωτήριο βάπτισμα. Διαφορετικά ας γνωρίζουν ότι αν παραμελήσουν να το κάνουν (να ζητήσουν δηλαδή μόνοι τους το σωτήριο βάπτισμα!) δεν θα έχουν κανένα πολιτικό δικαίωμα, ούτε θα τους επιτραπεί να είναι ιδιοκτήτες περιούσιας, ούτε κινητής, ούτε ακίνητης. Θα τους αφαιρεθούν τα πάντα και θα εγκαταλειφθούν στην ένδεια και επιπλέον, θα υποβληθούν στις έσχατες τιμωρίες. Θα παρεμποδίσουμε δε κάθε μάθημα (κλείσιμο σχολών!), που διδάσκεται από όσους πάσχουν από την νόσο και την μανία (μάθησης!) των ανόσιων Ελλήνων, ώστε προσποιούμενοι ότι διδάσκουν, να μη μπορούν πια να διαφθείρουν της ψυχές των μαθητών τους με δήθεν αλήθειες. Αν (λοιπόν) φανεί κάποιος τέτοιος άνθρωπος και δεν τρέξει στις άγιες εκκλησίες μας, μαζί με όλους τους συγγενείς και τους οικείους του, θα τιμωρηθεί με τις προαναφερθείσες ποινές. Θεσπίζουμε δε και νόμο, σύμφωνα με τον οποίο τα παιδία, όταν είναι σε μικρή ηλικία, θα πρέπει να βαπτίζονται αμέσως και χωρίς αναβολή, (υποχρεωτικός νηπιοβαπτισμός!) όσοι δε είναι μεγαλύτεροι στην ηλικία, πρέπει να συχνάζουν στις ιερότατες εκκλησίες μας και να διδάσκονται τις θείες γραφές και τους θείους (βιβλικούς) κανόνες. Αφού δε εννοήσουν και αποβάλουν την παλαιά (αρχαιο-ελληνική) πλάνη, θα μπορέσουν να δεχθούν το βάπτισμα και στη συνέχεια να διαφυλάξουν την αληθινή πίστη των ορθόδοξων χριστιανών. Όσοι δε έχουν κάποιο στρατιωτικό ή άλλο αξίωμα, ή μεγάλη περιούσια και για να κρατήσουν τα προσχήματα (προσποιούμενοι τους πιστούς) ήλθαν ή πρόκειται να έλθουν να βαπτισθούν, αλλά αφήνουν τις γυναίκες τους και τα παιδιά τους και τα υπόλοιπα μέλη του οίκου τους μέσα στην ελληνική πλάνη, διατάσουμε να δημευθεί η περιούσια τους, να αποκλεισθούν από τα πολιτικά δικαιώματά τους και να υποβληθούν σε αντάξιες τιμωρίες, αφού είναι φανερό ότι πήραν το βάπτισμα χωρίς καθαρή πίστη. Θεσπίζουμε αυτούς τους νόμους για τους αλητήριους Έλληνες». (Ιουστινιάνειος κώδικας 1.11.10).
Πηγές – βιβλιογραφία
3.William Grapel. The Institutes of Justinian: with the Novel as to Successions. Lawbook Exchange, Ltd., 2010.
4.Mears, T. Lambert, et al. Analysis of M. Ortolans Institutes of Justinian, Including the History and Generalization of Roman Law. Lawbook Exchange, 2008.
5.Codex Iustinianus, 1. 5. 12.
6. Novellae, 131, Βλ. επίσης Codex Justinianus, 1.3.45, «Τους δε θείους κανόνας ουκ έλαττον των νόμων ισχύειν και οι ημέτεροι βούλονται νόμοι, θεσπίζομεν κρατείν μεν επ’ αυτοίς τα τοις ιεροίς δοκούντα κανόσιν, ως αν η και τοις πολιτικοίς ανεγέγραπτο νόμοις...».
7.Beck Η., H Bυζαντινή Χιλιετία, μτφρ. Δ. Κούρτοβικ, (Αθήνα 2000), 47.
8.Hunger H. Βυζαντινή Λογοτεχνία, η λόγια κοσμική γραμματεία των Βυζαντινών Τομ. Β΄3, μτφρ. Τ. Κόλλιας κ.α., (Αθήνα, 2001), 515.
9.Πέννα Β., «Ο Δημόσιος, Οικονομικός και Κοινωνικός Βίος των Βυζαντινών», στο Δημόσιος και Ιδιωτικός Βίος στην Ελλάδα Ι: Από την Αρχαιότητα έως και τα Μεταβυζαντινά Χρόνια, Τόμος Β΄, (Πάτρα, 2001), 93.
10.Guillou, Α., 1998, 239.
11.Guillou, Α., 1998, 175.
12.Guillou, Α. 1998, 176
13.Nau F., στο Revue de l'orient chretien, ii., (1897), 481
14.Hunger, Η. Βυζαντινή Λογοτεχνία, Η λόγια και κοσμική γραμματεία των ΒυζαντινώνΤόμος Γ΄2, μτφρ. Γ. Μακρής κ.α. (Αθήνα 2000), 325-326.
15.Hunger, Η. 2000, 325, ιδιαίτερα σημ. 12.
Δεν υπάρχουν σχόλια